ζεστό

ζεστό
[зэсто] ουσ. о. отвар, настойка.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ζεστό" в других словарях:

  • ζεστός — ή, ό (AM ζεστός, ή, όν, Μ και ζευστός, ή, όν) 1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» θερμές πηγές, Στράβ. β. «το ψωμί είναι ζεστό») 2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια»,… …   Dictionary of Greek

  • βραστάρι — το [βραστός] 1. αφέψημα (χαμομηλιού, φασκόμηλου κ.λπ.) που πίνεται ζεστό, συνήθως ως θερμαντικό για κρυολόγημα 2. ζεστό κρασί …   Dictionary of Greek

  • ευδιανός — εὐδιανός, ή, όν (Α) εύδιος («ψυχρᾱν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾱν» ζεστό φάρμακο για ψυχρό αέρα, δηλ. ζεστό ρούχο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + ανός* (πρβλ. ροδ ανός, τραγ ανός)] …   Dictionary of Greek

  • ζεσταίνω — (Μ ζεσταίνω) κάνω κάτι ζεστό, θερμαίνω («ζέστανε το φαγητό») νεοελλ. 1. γίνομαι θερμός, ζεστός, θερμαίνομαι («ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει») 2. υποστηρίζω, υποθάλπω, ενθαρρύνω («μέ ζέστανες λιγάκι με τα καλά σου λόγια») 3. (για όρνιθα κ.λπ.)… …   Dictionary of Greek

  • θερμοσίφωνας — Ηλεκτρική συσκευή που ζεσταίνει και παρέχει επιτόπου ορισμένο όγκο νερού και είναι χρήσιμη για οικιακές ή παρεμφερείς χρήσεις. Οι θ. είναι δυνατόν να θερμαίνονται με στερεά, υγρά ή αέρια καύσιμα (ξύλα, κάρβουνα, πετρέλαιο, φωταέριο κλπ.), αλλά οι …   Dictionary of Greek

  • θερμούτσικος — η, ο (Μ θερμούτσικος και θερμούτζικος, η, ον) νεοελλ. κάπως θερμός, υπόθερμος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμούτσικον ἡ θερμούτζικον ζεστό νερό ή ζεστό ποτό …   Dictionary of Greek

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • λοχόζεμα — λοχόζεμα, τὸ (Μ) (στο Βυζάντιο) το ζεστό ποτό που προσέφεραν σε πολλούς όταν η βασίλισσα γεννούσε πορφυρογέννητο, βασιλόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννα, τοκετός» + ζέμα «αφέψημα, ζεστό νερό» (< ζέω «βράζω»), πρβλ. έκ ζεμα] …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»